πολιόφυλλον

πολιόφυλλον
πολιόφυλλον, τό, name of a herb, Hippiatr.31 (
A v.l. πολιουφύλλα), 32; cf.

πολίου φύλλον Gp.16.9.2

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολιόφυλλον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιόφυλλον — τὸ, Μ είδος πόας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλιον «είδος ποώδους φυτού» + φύλλον] …   Dictionary of Greek

  • πολιοφύλλω — πολιόφυλλον neut nom/voc/acc dual πολιόφυλλον neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιοφύλλῳ — πολιόφυλλον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”